- φερορμόνη
- η, Ν(βιοχ.) η φερομόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pherormone].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερομόνη — η, Ν (βιοχ.) ενδογενής χημική ουσία την οποία εκκρίνει σε πολύ μικρές ποσότητες ένας οργανισμός στο εξωτερικό του περιβάλλον, με σκοπό να προκαλέσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορική αντίδραση σε έναν άλλο οργανισμό τού ίδιου είδους, αλλ. φερορμόνη … Dictionary of Greek